πυρηνώδης

πυρηνώδης
-ες / πυρηνώδης, -ῶδες, ΝΑ [πυρήν, -ῆνος]
ο όμοιος με πυρήνα καρπού, πυρηνοείδής
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πυρηνώδες
βοτ. άλλη ονομασία για το πυρηνοειδές
αρχ.
1. μτφ. (για τα μάτια) άχαρος («πυρηνώδεις οφθαλμοί», Αριστοτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυρηνώδη — πυρηνώδης like a fruit stone neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πυρηνώδης like a fruit stone masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πυρηνώδης like a fruit stone masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρηνώδεις — πυρηνώδης like a fruit stone masc/fem acc pl πυρηνώδης like a fruit stone masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρηνωδῶν — πυρηνώδης like a fruit stone masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”