- πυρηνώδης
- -ες / πυρηνώδης, -ῶδες, ΝΑ [πυρήν, -ῆνος]ο όμοιος με πυρήνα καρπού, πυρηνοείδήςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το πυρηνώδεςβοτ. άλλη ονομασία για το πυρηνοειδέςαρχ.1. μτφ. (για τα μάτια) άχαρος («πυρηνώδεις οφθαλμοί», Αριστοτ.).
Dictionary of Greek. 2013.